Tercera declinación
Temas en oclusiva dental (-τ-)
Sustantivo neutro
Singular |
Nominativo
Vocativo
Acusativo
Genitivo
Dativo |
σῶμα
σῶμα
σῶμα
σώματ-ος
σώματ-ι |
Plural |
Nom. -Voc.
Acusativo
Genitivo
Dativo |
σώματ-α
σώματ-α
σωμάτ-ων
σώμασι(ν) |
Dual |
Nom. - Voc. - Acus.
Gen. - Dat. |
σώματ-ε
σωμάτ-οιν |
notas
- La mayor parte de los sustantivos neutros con tema en dental son los que acaban en -ματ- (no hay temas -θ-, -δ-.).
- En nom. - voc. - ac. singular /-t/ final desaparece: σώματ > σώμα.
- En dat. plural /-t-/ + /-si(n)/ > /-si(n)/
- Temas acabados en dos oclusivas:
- nom. γάλακτ > γάλα gen. γάλακτ-ος dat.pl. γάλακτ-σι > γάλαξι
Palabras con esta flexión
ἄγαλμα,
ἀγώνισμα,
ἀδίκημα,
αἷμα,
αἴνιγμα,
ἁμάρτημα,
ἀνάθεμα,
ἀνάθημα,
ἀνάλωμα,
ἀξίωμα,
ἀπόφθεγμα,
ἅρμα,
ἄρωμα,
ἀσέβημα,
ᾆσμα,
ἀτύχημα,
βῆμα,
βόσκημα,
βούλευμα,
βούλημα,
βρῶμα,
γάμμα,
γλώσσημα,
γνώρισμα,
γράμμα,
δάνεισμα,
δεῖγμα,
δέρμα,
διάγραμμα,
διάδημα,
διανόημα,
διάστημα,
δίλημμα,
δόγμα,
δρᾶμα,
δῶμα,
ἔγκλημα,
εἷμα,
ἔκπωμα,
ἐνθύμημα,
ἐπίγραμμα,
ἐπιτείχισμα,
ἐπιτήδευμα,
ἔρυμα,
ἐρώτημα,
εὐεργέτημα,
εὕρημα,
εὐτύχημα,
θαῦμα,
θέαμα,
θέλημα,
θέμα,
θεώρημα,
θραῦμα,
θρέμμα,
θῦμα,
ἰδίωμα,
κακούργημα,
καρκίνωμα,
κατασκεύασμα,
κατάστρωμα,
καῦμα,
κέλευσμα,
κήρυγμα,
κίνημα,
κλίμα,
κτῆμα,
κῦμα,
λέμμα,
λεύκωμα,
λῆμμα,
λῦμα,
-μα,
μάθημα,
μέλι,
μηχάνημα,
μίασμα,
μίμημα,
μνῆμα,
νᾶμα,
νῆμα,
νόημα,
νόμισμα,
νόσημα,
οἴκημα,
οἰκοδόμημα,
ὄμμα,
ὄνομα,
ὄρυγμα,
ὄφλημα,
ὄχημα,
πάθημα,
παράδειγμα,
παρέγχυμα,
πέλμα,
πῆμα,
πλάσμα,
πλεονέκτημα,
πλήρωμα,
πνεῦμα,
ποίημα,
πόλισμα,
πολίτευμα,
πρᾶγμα,
πρῆγμα,
πρόβλημα,
προβούλευμα,
πρόγραμμα,
πρόσταγμα,
πταῖσμα,
πτῶμα,
πῶμα,
πῶμα,
ῥεῦμα,
ῥῆμα,
ῥίζωμα,
σάρκωμα,
σέλμα,
σῆμα,
σκότωμα,
σόφισμα,
σπέρμα,
σταύρωμα,
στίγμα,
στόμα,
στράτευμα,
στρῶμα,
σύγγραμμα,
σύνθημα,
σύνταγμα,
σύστημα,
σφάλμα,
σχῆμα,
σῶμα,
τάγμα,
τείχισμα,
τέρμα,
τίμημα,
τμῆμα,
τόξευμα,
τραῦμα,
τρῆμα,
τρῶμα,
ὑπόδημα,
ὑπόμνημα,
φάντασμα,
φάσμα,
φίλημα,
φρόνημα,
φώνημα,
χάρισμα,
χάρμα,
χεῖμα,
χρῆμα,
χρῶμα,
χῶμα,
ψήφισμα.